- ανασπαράσσω
- ἀνασπαράσσω κ. -ττω (Α)1. κομματιάζω, ξεσχίζω2. τραβώ προς τα πάνω, ξεριζώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεσπάρασσον — ἀνασπαράσσω tear up imperf ind act 3rd pl ἀνασπαράσσω tear up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)